- ερμητάριον
- ἑρμητάριον, τὸ (Μ)(κατά τον Κοραή), «τα στηλίδια, εις τα οποία προσδένοντες εξυλοκοπούσαν τους κατάδικους»).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το Ερμαί, τις στήλες με την κεφαλή τού Ερμή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.